- περιβρύχιος
- περιβρύχιος [pron. full] [ῠ], ον,A engulfing,
οἴδματα S.Ant.336
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἴδματα S.Ant.336
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβρύχιος — ον, Α 1. αυτός που περιβάλλεται τελείως από τα κύματα 2. φρ. «περιβρύχιον οἶδμα» το κύμα που σκεπάζει κάποιον ή κάτι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. βρύχιος] … Dictionary of Greek
περιβρύχιον — περιβρύχιος engulfing masc acc sg περιβρύχιος engulfing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρυχίοισι — περιβρύχιος engulfing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρυχίοισιν — περιβρύχιος engulfing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek